Η κυβέρνηση του Ερντογάν πλήρωσε με 34 μπόνους (τιμητική βράβευση) τον δολοφόνο του Ρώσου πρέσβη στην Τουρκία, αποκαλύπτει έγγραφο σύμφωνα με Nordic Monitor

Η κυβέρνηση του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απένειμε τον αστυνομικό δολοφόνο 34 μπόνους μέσα σε δύο χρόνια όπου σκότωσε τον Ρώσο Πρέσβη Αντρέι Κάρλοφ , σύμφωνα με ένα εμπιστευτικό κυβερνητικό έγγραφο.

Σύμφωνα με το αρχείο προσωπικού της υπηρεσίας του 22χρονου δολοφόνου, Mevlüt Mert Altıntaş, που έχει στα χέρια της η Nordic Monitor, στον αστυνομικός δόθηκε τεράστιο ποσό σε μπόνους μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Το αρχείο, αυτό κυκλοφόρησε κρυφά στις 21 Δεκεμβρίου 2016, δύο ημέρες μετά τη δολοφονία, κρατήθηκε μυστικό από την κυβέρνηση προς το κοινό.

Το αρχείο δείχνει επίσης ότι η κυβέρνηση τον εκπαίδευσε τον Ιούνιο του 2016 για το πώς να εντοπίζει και να παρακολουθεί ύποπτα άτομα και οχήματα, η εκπαίδευση την οποία έκανε ήταν απαραίτητη για να αναμειχθεί μεταξύ των προσκεκλημένων στην εκδήλωση της γκαλερί τέχνης στην οποία πυροβόλησε τον Ρώσο απεσταλμένο. .

Ο δολοφόνος προσλήφθηκε από την κυβέρνηση ως αστυνομικός στις 26 Ιουνίου 2014, μετά από μαζική εκκαθάριση των βετεράνων αρχηγών της αστυνομίας που είχαν συσχέτιση με την Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρία (ISIS) και για διαφθορά με κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου και του Ερντογάν. Φοβούμενος ο Ερντογάν την αποκάλυψη των παράνομων δεσμών της κυβέρνησής του με ριζοσπαστικές ομάδες, ενορχήστρωσε τις αναστολές, τις απολύσεις και τη φυλάκιση των αρχηγών της αστυνομίας και τις αντικατέστησε με αντιστασιακούς, ισλαμιστές και νεο-εθνικιστές.

Η δοκιμαστική περίοδος του Altıntaş

Συνήθως η δοκιμαστική περίοδο είναι ένα έτος για τους νέους προσληφθέντες στο δημόσιο στην Τουρκία, του Altıntaş έληξε στις 5 Αυγούστου 2015, πράγμα που σημαίνει ότι είχε την έγκριση από τους προϊσταμένους του, οι οποίοι δεν βρήκαν τίποτα αρνητικό ή παράνομο για να τον κατηγορήσουν στις εκθέσεις του, ως αποτέλεσμα, να μονιμοποιηθεί στη Γενική Διεύθυνση Ασφάλειας (Emniyet).

Το αρχείο δείχνει επίσης ότι ο δολοφόνος δεν ενημέρωσε την καινούρια διεύθυνσή του και φαίνεται να χρησιμοποιεί την παλιά του διεύθυνση, παρόλο που είχε μετακομίσει από το αναφερόμενο διαμέρισμα και ζούσε σε άλλο διαμέρισμα με έναν συγκάτοικο, τον δικηγόρο Serkan Özkan, στη γειτονιά Kalaba όπου είναι στην περιοχή Keçiören της Άγκυρας κοντά στο σημείο της δολοφονίας. Η δικηγορική εταιρεία του Özkan είχε στενούς δεσμούς με τον υπουργό Εσωτερικών Süleyman Soylu, μια εθνικιστική φιγούρα που έδωσε την εντολή εκτέλεσης του δολοφόνου και ύστερα βρέθηκε και εκείνος νεκρός.

Μια κάρτα (σκορ) μέλους από ένα σκοπευτήριο, που διατηρούσε η αστυνομία στο προσωπικό αρχείο του δολοφόνου, έδειξε ότι είχε καλή απόδοση στις βολές και σημείωσε πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Το ρεκόρ δείχνει ότι δοκίμασε σε πρακτική στόχου σε αποστάσεις 5, 10, 15, 20 και 25 μέτρων χρησιμοποιώντας πιστόλι Sarsilmaz, που κατασκευάστηκε από μια τουρκική εταιρεία.

Σε μια σειρά δοκιμών από το 2014 έως το 2016, έπαιξε καλά χρησιμοποιώντας ένα ημι-αυτόματο πολυβόλο MP5 και ένα πιστόλι Canik TP9, το πιστόλι που χρησιμοποίησε στη δολοφονία. Τα έγγραφα δείχνουν ότι πέτυχε τον στόχο 58 φορές από τις 60 βολές από 7 έως 15 μέτρων.

Τα όπλα Canik κατασκευάζονται από την τουρκική εταιρεία Samsun Yurt Savunma Sanayi ve Ticaret A.Ş. Το πιστόλι Canik TP9 με σειριακό αριθμό T6472-14 AI27797, το οποίο εκδόθηκε από την κυβέρνηση στον Altıntaş ως όπλο καθήκοντός του, δόθηκε με εγγύηση από τον κατασκευαστή τον Νοέμβριο του 2016, ένα μήνα πριν ο Altıntaş σκοτώσει τον πρέσβη με το ίδιο όπλο.

Το σύνολο αποδεικτικών στοιχείων και δηλώσεων στο φάκελο της υπόθεσης επισημαίνουν το γεγονός ότι ο δολοφόνος ριζοσπαστικοποιήθηκε όταν άρχισε να παρακολουθεί κηρύγματα που δόθηκαν από πολλούς ριζοσπαστικούς ιμάμηδες, μερικοί από αυτούς είναι μισθωτοί της τουρκικής κυβέρνησης, που εργάζονται για τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet). Είχε στενούς δεσμούς με τον İbrahim Bilal Oduncu, έναν 35χρονο τζιχαντιστή ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον δολοφόνο και είχε υπηρετήσει ως μουσεζίν (αναπληρωτής ιμάμης) στο Τζαμί Gimat της Άγκυρας, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Αποκαλύφθηκε μια σειρά επαφών, τόσο προσωπικά όσο και μέσω τηλεφώνου, μεταξύ των Bilal και Altıntaş. Ο Μπιλάλ και ο αδελφός του, ο Μουράτ Οντένκου, έχουν ηγηθεί για κάποιο διάστημα μια τουρκική ΜΚΟ που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, η οποία λειτουργεί στην πρωτεύουσα της Τουρκίας στην Άγκυρα υπό την προστασία της κυβέρνησης του Προέδρου Ερντογάν. Και οι δύο ήταν σε επαφή με τον δολοφόνο και συμμετείχαν σε δραστηριότητες υποστήριξης τζιχαντιστών στη Συρία. Ένας άλλος αδελφός, ο Μέτιν Αλί Οντένκου, ο οποίος είναι επίσης mufti της περιοχής που εργάζεται για το Diyanet, και ο γιος του Muhammed Selman Oduncu συμμετείχαν με τον δολοφόνο σε διάφορες σχετικές δραστηριότητες .

Ο δολοφόνος και ο συγκάτοικος του παρακολουθούσαν τακτικά τις διαλέξεις του Nurettin Yıldız, ενός ακραίου ισλαμιστή ιεροκήρυκα όπου υποστηρίζει τη βίαιη την ένοπλη βια των τζιχάντ. Παρεμπιπτόντως, ο Yıldız εμφανίστηκε συχνά ως βασικός ομιλητής σε εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν από τα κυβερνητικά τμήματα της νεολαίας του Κόμματος (AKP) του Ερντογάν, καθώς και από το Τουρκικό Ίδρυμα Νεότητας (TUGVA), το οποίο διευθύνεται από την οικογένεια του Ερντογάν.

Κανένας από τους ιμάμηδες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση του Altıntaş δεν θεωρήθηκε ύποπτος στην υπόθεση ή κατηγορήθηκε για έγκλημα. Ριζοσπαστικές, ισλαμιστικές ομάδες που συνδέονται με την Αλ Κάιντα δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο έρευνας, παρά τις σαφείς αποδείξεις για τις τζιχαντιστικές τάσεις του Altıntaş και τις ριζοσπαστικές απόψεις.

Αντίθετα, οι τουρκικές αρχές προσπάθησαν να βρουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο στο κίνημα του Γκουλέν, μια ομάδα επικριτική για την κυβέρνηση και να πλαισιώσουν αθώους ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με τη δολοφονία. Ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση Ερντογάν ήθελε να προστατεύσει ριζοσπαστικά δίκτυα και ανθρώπους στα οποία βρίσκει πολιτική στήριξη.

Όταν ξεκίνησε η δίκη των υπόπτων που εμπλέκονται στη δολοφονία, η κυβερνητική συνωμοσία άρχισε να αμφισβητείτε όταν ένας βασικός ύποπτος “κατηγορούμενος” από τον εισαγγελέα για υποκίνηση της δολοφονίας, κατέθεσε στο δικαστήριο για το βασανιστήριο που είχε υποστεί υπό κράτηση από την αστυνομία και ότι η υποτιθέμενη δήλωση που είχε κάνει και τον συνέλαβαν, κατασκευάστηκε από την αστυνομία ενώ παράλληλα η οικογένειά του είχε απειληθεί.

Nordic Monitor

Απάντηση

Trending

Αρέσει σε %d bloggers: